λεοντόμορφος
English (LSJ)
λεοντόμορφον, lion-shaped, Horap.1.21, Sammelb.5620.14, Cat.Cod.Astr.8(4).252.
German (Pape)
[Seite 29] von Löwengestalt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος, τερατόμορφος.