λεπτίον

English (LSJ)

τό, jar (cf. λεπτός III.3), POxy.1153.4 (i A.D.), Sammelb. 4425v7, al. (ii A.D.), BGU14 iv 18 (iii A.D.).

Greek Monolingual

λεπτίον, τὸ (Α)
πιθάρι, δοχείο, σταμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του λεπτόν «πιθάρι, στάμνα»].