σταμνί

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ στάμνος / στάμνα]
μικρή στάμνα, σταμνάκι
νεοελλ.
στάμνα
αρχ.
ουροδοχείο.