σταμνί

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ στάμνος / στάμνα]
μικρή στάμνα, σταμνάκι
νεοελλ.
στάμνα
αρχ.
ουροδοχείο.