λεπτομερειακός

Greek Monolingual

-ή, -ό λεπτομέρεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λεπτομέρειες
2. εξονυχιστικός, εξαντλητικός («η επιτροπή έκανε λεπτομερειακό έλεγχο»)
3. επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας.
επίρρ...
λεπτομερειακώς και -ά
με κάθε λεπτομέρεια, λεπτομερώς.