λεπτοτράχηλος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, thin- or fine-necked, Arist.Phgn.809b6 (Comp.), Alex.Mynd. ap. Ath.9.392c.

German (Pape)

[Seite 31] dünnhälsig; im compar., Arist. physiogn. 5; Alex. Mynd. Ath. IX, 592 c.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοτράχηλος: с тонкой шеей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοτράχηλος: [ᾰ], -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ὡραῖον τράχηλον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 392C.

Greek Monolingual

-η -ο (Α λεπτοτράχηλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό τράχηλο («ὁ θῆλυς ὄρτυξ λεπτοτράχηλός ἐστι», Αθήν.).