λεπτόνητος

English (LSJ)

ον, (< νέω³) fine-spun, in the latter place (cod. A Ath.), v.l. for λεπτόπηνος.

German (Pape)

[Seite 30] fein gesponnen; ὑμένες Eubul. bei Ath. XIII, 568 f. mit der v.l. λεπτόπηνος.

Greek Monolingual

λεπτόνητος, -ον (Α)
αυτός που έχει κλωστεί με λεπτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- < επίρρ. λεπτά) + -νητος (< νήθω), πρβλ. εύννητος].