λεσσατελιερίτης

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) φυσική πυριτική ύαλος η οποία έχει την ίδια χημική σύσταση με τα ορυκτά κοεσίτη, χριστοβαλίτη, κεατίτη, χαλαζία και τριδυμίτη, αλλά διαφορετική κρυσταλλική δομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lechatelierite < όν. του Henry-Louis Le Chatelier, Γάλλου χημικού].