λευκόθριξ

English (LSJ)

λευκότριχος, ὁ, ἡ, white-haired, white, λευκότριχα κριόν Ar. Av. 971; λευκοτρίχων πλοκάμων E. Ba. 112 (lyr.); λευκότριχες ἵπποι Call. Cer. 121; τῶν λευκοτρίχων Arist. GA 786a24; λευκότριχα πρόβατα Str. 16.4.26.

German (Pape)

[Seite 34] λευκότριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.

French (Bailly abrégé)

λευκότριχος (ὁ, ἡ)
1 à cheveux blancs;
2 p. anal. à crinière blanche ; à toison blanche.
Étymologie: λευκός, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόθριξ: λευκότριχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόθριξ: λευκότριχος, ὁ, ἡ, ἢ λευκότριχος, ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.

Greek Monolingual

ο, η (AM λευκόθριξ, -τριχος)
βλ. λευκότριχος.

Greek Monotonic

λευκόθριξ: λευκότριχος, ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

λευκόθριξ, λευκότριχος, ὁ, ἡ,
λευκότρῐχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.