λευσμός

English (LSJ)

ὁ, stoning, A.Eu.189, E.Fr.878.

German (Pape)

[Seite 36] ὁ, die Steinigung, Aesch. Eum. 180.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lapidation.
Étymologie: λεύω.

Russian (Dvoretsky)

λευσμός:побиение камнями Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

λευσμός: -οῦ, ὁ, λιθοβολία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, Εὐρ. Ἀποσπ. 870.

Greek Monolingual

λευσμός, ὁ (Α) λεύω
λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ' ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῦ τυχεῖν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λευσμός: -οῦ, ὁ (λεύω), λιθοβολισμός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λευσμός, οῦ, λεύω
a stoning, Aesch.