λιθοβολισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = λιθοβολία, Sch.A.Th.546.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, dasselbe, Schol. Aesch. Spt. 546.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβολισμός: ὁ, = λιθοβολία Ι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 546.
Greek Monolingual
ο (Α λιθοβολισμός)
η βολή λίθων
νεοελλ.
η θανάτωση με πετροβόλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε -ισμός (πρβλ. πετροβολισμός)].