λεχώιος
Greek (Liddell-Scott)
λεχώιος: -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεχώ, λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν λεχώ, κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ τόπος ἔνθα ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς τέκνον, Καλλ. εἰς Δία. 14.
Greek Monolingual
Middle Liddell
λεχώιος, ον [from λεχώ
of or belonging to child-bed, δῶρα λεχ. presents made at the birth, Anth.