λεόντεος

English (LSJ)

α, ον, = λεόντειος (of a lion, lion-like) 1, γάλα dub. in Alcm. 34.5.

German (Pape)

[Seite 28] vom Löwen, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεόντεος, -έα, -ον (Α) λέων
(αμφβλ. γρφ.) λεόντειος.

Greek Monotonic

λεόντεος: ποιητ. λεόντειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει σε λιοντάρι, λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λεόντεος, ποετ. λεόντειος, η, ον
of a lion, Theocr.