ληιστής

Greek (Liddell-Scott)

ληιστής: -οῦ, ὁ, = τῷ Ἀττ. λῃστής, Ὁμ. Ὕμ. 6. 7, Ἡρόδ. 6. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044Α. 20.

Greek Monolingual

ληϊστής, o (Α)
(αττ. τ.) βλ. ληστής.

Middle Liddell

ληιστής, οῦ, = Attic λῃστής, Hhymn., Hdt.]