λημματισμός

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = λῆμμα, Vortheil, Gewinn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λημμᾰτισμός: ὁ, κτῆσις, κέρδος, ὠφέλεια, Νικήτ. Χρον. 43Α, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

λημματισμός, ὁ (Μ) λημματίζω
κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα.