λημματίζω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημμᾰτίζω Medium diacritics: λημματίζω Low diacritics: λημματίζω Capitals: ΛΗΜΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: lēmmatízō Transliteration B: lēmmatizō Transliteration C: limmatizo Beta Code: lhmmati/zw

English (LSJ)

A place to credit, PFlor.361.7 (iii A.D.), etc.
II assume, posit, τὰ λελημματισμένα premisses, A.D.Synt.101.27.

German (Pape)

[Seite 39] = λαμβάνω, Apollon. Synt. p. 101.

Greek Monolingual

λημματίζω (Α) λήμμα
1. παρέχω πίστωση, πιστώνω
2. δέχομαι ως υπόθεση («τὰ λελημματισμένα» — βάσεις συλλογισμού, προτάσεις, προϋποθέσεις, Απολλ. Δύσκ.).