[Seite 40] ὁ, der Possen redet, Schwätzer, Sp., die auch das Verbum ληρολογέω u. subst. ληρολόγημα u. ληρολογία haben.
-ο (Α ληρολόγος, -ον)μωρολόγος, αερολόγος, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + -λογος (λέγω)].