λιακωτό

Greek Monolingual

και ηλιακωτό, το
χώρος του σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του λιακωτός < ἡλιακωτός < ἡλιακός.