λῐγύτης: -ητος, ἡ, εὐκρίνεια, ἡδύτης, Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.
λιγύτης, -ητος, ἡ (Μ) λιγύςγλυκύτητα και ευκρίνεια.