ευκρίνεια

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) ευκρινής
1. η ιδιότητα του ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα
2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνειαεὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.)
αρχ.
1. το ευδιάκριτο του περιγράμματος
2. καθαρή, σαφής διάκριση («προσώπων καὶ πραγμάτων εὐκρίνεια», Πρόκλ.).