λιθένδυση

Greek Monolingual

η, και λιθένδυτο, το
η επένδυση με λιθοδομή, με ή χωρίς κονίαμα, που γίνεται σε κατωφερείς επιχωματώσεις για συγκράτηση της πτώσης τών χωμάτων, αλλ. λιθιά, ξερολιθιά.