λιθόστρωση

Greek Monolingual

η
η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].