Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιλιώδη
Greek Monolingual
τα βοτ.τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναιμεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliales< νεολατ. liliales<lilium+ λατ. κατάλ. -ales. Η λ. κατά τη μεταφορά της έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ώδη].