[Seite 47] ὁ, dim. von λιμήν, kleiner Hafen?
λῐμενίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ λιμήν, Γλωσσ.· ὡσαύτως -ίσκιον, τό, Συνέσ. 167F.
ο (Μ λιμενίσκος) λιμήνμικρό λιμάνι, λιμανάκι.