λιμνασμός

English (LSJ)

ὁ, irrigation, flooding, PFlor.21.3 (iii A.D.), POxy.2121.41 (iii A.D.).

Greek Monolingual

λιμνασμός, ὁ (Α) λιμνάζω
πλημμύρα, άρδευση.

German (Pape)

ὁ, der Sumpf, Sp.