λιμνάζω
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
of the sea or rivers,
A form stagnant pools, Arist.Mete.352b35, 356a7; ὅσοι ποταμοὶ -άζουσιν εἰς ἕλη rivers which stagnate into marshes, Id.Pr.938a3: impers., -άζει stagnant pools are left in them, Id.Mete.351b8, 352a5.
2 of the blood, to be stagnant, Id.HA513b4, Gal.UP14.10.
II c. acc., form into a lake, ὁ ποταμὸς λ. τὰς ἀρούρας Ph.2.98, cf. Str.8.8.4, D.Chr.11.76:—Pass., of land, to be flooded, J.AJ1.3.5, PStrassb.10.11 (iii A.D.).
III intr. in Act., of a country, become a marsh, ἐν τοῖς -άζουσι τόποις Arist.Mete.340b37, cf. D.S.4.18, Str.8.5.1, etc.
German (Pape)
[Seite 47] zum Sumpf werden, einen Sumpf bilden; τόποι τῆς γῆς, Arist. Meteorl. 1, 3; ἐποίησε λιμνάζειν τὴν χώραν, D. Sic. 4, 18; τἡν, πρότερον λιμνάζουσαν χώραν γεγυμνῶσθαι, Bato bei Ath. XIV, 639 f; Arist. probl. 25, 2 vrbdt ὅσοι ποταμοὶ λιμνάζουσιν εἰς ἕλη ἢ ὅσα ἕλη λιμνάζονται; – vom Blute, stagniren, Arist. H. A. 3, 3. – Auch trans., zu einem Sumpfe machen, Sp.
French (Bailly abrégé)
être marécageux.
Étymologie: λίμνη.
Russian (Dvoretsky)
λιμνάζω:
1 образовывать болото, заболачивать (τὴν χώραν Diod.): ποταμοὶ λιμνάζουσιν εἰς ἕλη Arst. реки превращаются в болота; ἕλη λιμνάζονται Arst. образуются болота;
2 застаиваться (τὸ αἷμα λιμνάζει Arst.): λιμνάζει impers. Arst. вода застаивается (образуя болото);
3 заболачиваться, становиться или быть болотистым: ἐν τοῖς λιμνάζουσι τόποις Arst. в болотистых местах.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνάζω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἢ ποταμῶν, καταλείπω στάσιμα ὕδατα, σχηματίζω λίμνας, Λατ. stagnare, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4., 2. 2, 21· ὅσοι ποταμοὶ λιμνάζουσιν εἰς ἕλη ἢ ὅσα ἕλη λιμνάζονται αὐτόθι Προβλ. 25. 2, 2· - ἀπροσ., λιμνάζει, λιμνάζοντα ὕδατα μένουσιν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 14, 10 καὶ 11. 2) ἐπὶ ὕδατος, μένω στάσιμον, «λιμνάζω», Γαλην.· οὕτως ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 11. 3) μετ’ αἰτ., καλύπτω δι’ ὕδατος οὕτως ὥστε νὰ σχηματισθῇ λίμνη, ὁ ποταμὸς λ. τὰς ἀρούρας Φίλων 2. 98· - Παθ., ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, κατακλύζομαι ὑπὸ ὑδάτων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 5. ΙΙ. ἐν τοῖς τόποις ἔνθα τὰ ὕδατα λιμνάζουσι, ἐν τοῖς λιμνάζουσι τόποις Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26, πρβλ. Διόδ. 4. 18, Στράβ. 363, κτλ.
Greek Monolingual
(AM λιμνάζω) λίμνη
1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι
2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα
νεοελλ.
1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ
2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» — λέγεται για αδρανή άνθρωπο
αρχ.
1. (για το αίμα) μένω στάσιμο, δεν κυκλοφορώ
2. (μτβ.) σχηματίζω λίμνη, μεταβάλλω σε λίμνη («ὁ ποταμός λιμνάζει τοὺς ἀρούρας», Φίλ.)
3. (για τόπο) μεταβάλλομαι σε λίμνη, σε έλος («οὐδέν γε μέρος αὐτοῦ λιμνάζει, τὸ δὲ παλαιὸν ἐλίμναζε τὸ προάστειον», Στράβ.)
4. παθ. λιμνάζομαι
(για ξηρά) κατακλύζομαι από νερά.