λιμναστής

English (LSJ)

λιμναστοῦ, ὁ, supervisor of irrigation-works, PTeb.209 (i B.C.), Wilcken Chr.392.4 (ii A.D.).

Greek Monolingual

λιμναστής, ὁ (Α) λιμνάζω
επόπτης αρδευτικών έργων.