λιμνησία

English (LSJ)

ἡ, = ἀδάρκη, Gal.7.600.

German (Pape)

[Seite 48] ἡ, und λιμνήσιον, τό, eine Pflanze, Diosc.

Greek Monolingual

λιμνησία, ἡ (Α) βλ. λιμνήσιος.