λιμνήσιος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιμνήσιος, -ία, -ον)
λίμνη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος
ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ λιμνησία και τὸ λιμνήσιον
το λεπτό αλάτι που είναι κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, η αδάρκη
3. το ουδ. ως ουσ. το φυτό κενταύριο.