λιμνόστρεον

English (LSJ)

τό, edible oyster, which was kept in ponds by the sea (λίμναι), Arist.HA528a23, 547b11, GA763a30.

German (Pape)

[Seite 48] τό, die Auster, welche in eigenen Teichen am Meeresstrande gehalten wurde, Arist. H. A. 4, 4; vgl. Strab. III, 145; im plur. auch die Austerbänke, Arist. gen. an. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huître comestible, poisson.
Étymologie: λίμνη, ὄστρεον.

Russian (Dvoretsky)

λιμνόστρεον: τό парковая (съедобная) устрица Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνόστρεον: τό, τὸ ἐδώδιμον ὄστρεον, τὸ ὁποῖον ἐτηρεῖτο καὶ ἐπολλαπλασιάζετο ἐντὸς λιμνοθαλασσῶν παρὰ τὴν θάλασσαν (λίμναι, Λατ. aestuaria, lacustria), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 14, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31.

Greek Monolingual

λιμνόστρεον, τὸ (Α)
εδώδιμο στρείδι που ζει μέσα σε λιμνοθάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ὄστρεον «όστρακο»].