λινικός

English (LSJ)

λινική, λινικόν, pertaining to flax: -κή, ἡ, tax on flax, PTeb.347.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

λινικός, -ή, -όν (Α) λίνον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λινάρι
2. το θηλ. ἡ λινική
φόρος για το λινάρι.