λινοπλύνας

English (LSJ)

τριβεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, der Garne oder Netze wäscht.

Greek Monolingual

λινοπλύνας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τριβεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλύνας (< πλύνω)].