λινοφόρος

English (LSJ)

λινοφόρον, flax-bearing, of land, PLond.ined.2361r (iii B. C.).

Greek Monolingual

λινοφόρος, -ον (Α)
(για γη ή αγρό) αυτός που παράγει λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φόρος (< φέρω)].