λίνο
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
το (AM λίνον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες
2. το πιο σημαντικό είδος αυτού του φυτού, το λινάρι
μσν.-αρχ.
κλωστή από λινάρι
αρχ.
1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από ίνες του φυτού αυτού, όπως: α) σχοινί
β) αλιευτική ορμιά («ἰχθὺν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)
γ) αλιευτικό ή θηρευτικό δίχτυ («λίνα κατεσκεύαζον... τὰς θήρας τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦν
το», Διόδ.)
δ) λινό ύφασμα («λίνον τε νηός». Ομ. Οδ.)
ε) λινό ένδυμα («ἐνδεδυμένοι λίνον καθαρὸν λαμπρόν», ΚΔ)
στ) ύφασμα ιστίου, καραβόπανο («ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων», Αριστοφ.)
2. η κλωστή που κλώθεται στην ηλακάτη, τη ρόκα
3. η κλωστή της τύχης την οποία κλώθουν οι Μοίρες («τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾱν», Θεόκρ.)
4. το φυτό θυμελαία
5. το φυτό χρυσόγονον
6. φρ. α) «λίνον πύρινον» — είδος άγνωστου φυτού
β) «λίνον ἀπὸ τῶν δένδρων» — το βαμβάκι
7. παροιμ. «λίνον λίνω συνάπτειν» — το να συνάπτει κάποιος ομοιογενή πράγματα, το να πραγματεύεται για όμοια πράγματα («οὐ λίνον λίνῳ συνάπτει» — δεν πραγματεύεται περί ομοίων πραγμάτων, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίνον ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα li-no-πιθ. «λινάρι» και συνδέεται με λιθουαν. linai «λινάρι», αρχ. σλαβ. linu, ρωσ. len, γεν. lina (όλοι οι τ. με βραχύ -ι-), καθώς και με λατ. linum (με μακρό -ι-, από όπου τα ιρλδ. līn «μικρό νήμα, δίχτυ», γοτθ. lein, αλβ. li-ri, lini «λινάρι»). Είναι πιθ. οι τ. λίνον και linum να προήλθαν από λ. μεσογειακής γλώσσας και να αποτέλεσαν τη βάση για τον σχηματισμό τών αντίστοιχων ονομάτων στις άλλες γλώσσες, όταν εξαπλώθηκε η χρήση του λιναριού στη βόρεια και ανατολική Ευρώπη. Ο τ. λίνον, τέλος, απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ri-no
απαντά επίσης και το παρ. ri-ne-ja = λίνειαι «γυναίκες που κατεργάζονται το λινάρι».
ΠΑΡ. λινάρι(-ον), λινούς
αρχ.
λιναίος, λίνειος, λινεύω, λινίδιον, λινικός, λίνινος, λινούδιον μσν. λινίσκος
μσν.- νεοελλ.
λινός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λινέλαιο, λινόδετος, λινοειδής, λινόζωστος, λινοκαλάμι(-η), λινουργός
αρχ.
λιναγερτουμένη, λιναγρέτης, λινάρμενον, λινέμπορος, λινεργής, λινεψός, λινογενής, λινόδεσμος, λινόδρυς, λινοερκής, λινόζευκτος, λινόζωστις, λινοθήρας, λινοθώραξ, λινοκάρυκες, λινόκλωστος, λινόκοκκος, λινοκριθής, λινόκροκος, λινοξός, λινόπεπλος, λινόπλεκτος, λινόπληκτος, λινοπλόκος, λινοπλύνας, λινοπλυτής, λινοποιός, λινοπόρος, λινόπτερος, λινοπτέρυξ, λινόπτης, λινόπυρος, λινοπώλης, λινορραφής, λινόσαρκος, λινόσπαρτον, λινοσπέρμινος, λινοστατώ, λινόστημα, λινόστολος, λινόστροφος, λινοτειχώ, λινοτόμος, λινουλκός, λινοϋφής, λινούχος, λινοφακός, λινοφθόρος, λινοφόρος, λινοχίτων, λινόχλαινος, λινόχορτος, λινυφάντης, λίνυφος, λινωνία
αρχ.-μσν.
λινόσπερμα
μσν.
λινοπράσινος
μσν.- νεοελλ.
λινοβάμβακος, λινόσπορος νεοελλ. λινάλευρο, λινογραφία, λινόξυλα, λινοτύπης, λινόφαντος. (Β' συνθετικό) αρχ. αινόλινος, ακρόλινος, εννεάλινος, εύλινος, λευκόλινον, μονόλινον, χρυσόλινον, ωμόλινος].