λινούδιον

English (LSJ)

[ῐ], τό, linen shirt, POxy.114.8 (ii A.D.), 1066.10 (iii A. D.), etc.

Greek Monolingual

λινούδιον, τὸ (Α) λίνον
λινό εσώρουχο, πουκάμισο.