η (Α λιπαρότης, -ητος) λιπαρόςη ιδιότητα του λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.)αρχ.1. λάμψη, λαμπρότητα2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητεςπαχιές ουσίες.