λιπομήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, having left one's mother, AP9.240 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui se sépare, est séparé de sa mère.
Étymologie: λείπω, μήτηρ.

German (Pape)

ορος, den die Mutter verläßt oder verlassen hat, παῖς, Philp. 70 (IX.240).

Russian (Dvoretsky)

λῐπομήτωρ: ορος adj. покинутый матерью, осиротевший (παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐστερημένος μητρός, Ἀνθ. Π. 9. 240.

Greek Monolingual

λιπομήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχασε τη μητέρα του, ορφανός από μάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ, -τρός), πρβλ. θεομήτωρ].

Greek Monotonic

λῐπομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (μήτηρ), ορφανός από μητέρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐπο-μήτωρ, ορος, μήτηρ
motherless, Anth.