λιποπρωτεΐνη

Greek Monolingual

η
συν. στον πληθ. οι λιποπρωτεΐνες
(βιοχ.) ουσίες που περιέχουν λιποειδή και πρωτεΐνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoprotein < lip(o)- (< λίπος) + protein (< πρωτεΐνη)].