λιποϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «λιποϊκό οξύ»
(χημ.-βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή του πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα.