λιπόναυς

English (LSJ)

ὁ, ἡ, deserting the fleet, A.Ag.212 (lyr.) (or, deserted by the allied fleet); v. λιπόνεως.

German (Pape)

[Seite 52] u. λιπόνας, das Schiff verlassend, πῶς λ. γένωμαι; Aesch. Ag. 205.

French (Bailly abrégé)

αος (ὁ, ἡ)
qui abandonne son vaisseau.
Étymologie: λείπω, ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόναυς: νᾱος adj. m покинувший свой корабль или бросивший свой флот Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόναυς: ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στόλον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 212 (ὅπερ ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει ὡς παθ., ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τοῦ στόλου). Ἴδε λιπόνεως.

Greek Monolingual

λιπόναυς, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που εγκαταλείπει το πλοίο στο οποίο υπηρετεί, που λιποτάκτησε από το πλοίο του
2. (κατ' άλλη ερμ.) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τον συμμαχικό στόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ναῦς «πλοίο»].

Greek Monotonic

λῐπόναυς: ὁ, ἡ, αυτός που εγκαταλείπει τον στόλο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

deserting the fleet, Aesch.