fleet
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ταχύς, Ar. and P. ὀξύς. V. λαιψηρός, κραιπνός, ὠκύπους, ταχύπορος, σπερχνός, ταχύρροθος, Ar. and V. δρομαῖος. θοός, ταχύπους, ὠκύς.
active, nimble: P. and V. ἐλαφρός (Xen.), Ar. and V. κοῦφος.
substantive
Ar. and P. ναυτικόν, τό, or use P. and V. νῆες, αἱ.