λιπόνεως

English (LSJ)

ων, = λιπόναυς, D. 50.65, Luc. Cat. 3, Max.Tyr. 9.7.

German (Pape)

[Seite 52] = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόνεως: ω ὁ моряк-дезертир Dem., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπόνεως, -ων (Α)
λιπόναυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί-νεως].

Greek Monotonic

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, σε Δημ.

Middle Liddell

λῐπό-νεως, ων, = λιπόναυς, Dem.]