λιπόπτολις

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, leaving the city, ib.9.78; λιπόπολις, Hsch. s.v. λιπερνής, Phot. s.v. λιπερνῆτις.

German (Pape)

[Seite 52] ιος, die Stadt verlassend, Nonn. D. 9, 78.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπτολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλιπὼν τὴν ἑαυτοῦ πόλιν, Νόνν. Δ. 9. 278.

Greek Monolingual

λιπόπτολις και στον Ησύχ. λιπόπολις, -ιος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πόλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πτόλις (επικ. τ.) ή πόλις.