Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιπόφιλος
Greek Monolingual
η, -ο (βιοχ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ' εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile<lip(o)- (<λίπος) + -phile (<φίλος)].