-η, -ο(βιοχ.-χημ.) αυτός που απορροφά ελάχιστα ή καθόλου λιπαρές ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophobe < lip(o)- (< λίπος) + -phobe (< φόβος)].