Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιπόχρωμα
Greek Monolingual
το (βιοχ.)χρωστική που προέρχεται από το καροτένιο και χρωματίζει κίτρινα τα λίπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipochrome<lip(o)- (<λίπος) + -chrome (<χρώμα)].