λοίμη

English (LSJ)

ἡ, = λοιμός, pestilence, Hsch. (In Hp.Praec.13 λοιμίης is f.l. for λοίμης or λύμης.)

Greek (Liddell-Scott)

λοίμη: ἡ, = λοιμός, λοιμικὴ νόσος, Ἡσύχ. - Παρ’ Ἱππ. 28. 22, λοιμέης, εἶναι ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ λοίμης ἢ λύμης.

Greek Monolingual

λοίμη, ἡ (ΑM)
λοιμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λοιμός.