λογοτεχνικός

Greek Monolingual

-ή, -ό λογοτέχνης
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον λογοτέχνη ή στη λογοτεχνία (α. «λογοτεχνικό ταλέντο» β. «λογοτεχνικό περιοδικό» γ. «λογοτεχνικό κείμενο»).
επίρρ...
λογοτεχνικῶς και -ά
από λογοτεχνική πλευρά ή με λογοτεχνικό τρόπο.