λογχομαχία

Greek Monolingual

η λογχομαχώ
1. μάχη με λόγχες
2. άσκηση στον χειρισμό της λόγχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογχομαχῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].