λοξοδρομικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία
2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» — το μήκος του τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια
β) «λοξοδρομική πλεύση» — η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα δείχνει σταθερά το ίδιο σημείο
γ) «λοξοδρομικός πίνακας» — πίνακας που περιέχει στοιχεία για τον καθορισμό του στίγματος από αναμέτρηση κατά τη λοξοδρομική πλεύση.
επίρρ...
λοξοδρομικώς και -ά
με λοξοδρομικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν του F. D. Deheque].