λοξώνω

Greek Monolingual

(AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)
αρχ.
ρίχνω κάτι πλάγια.